-
1 ἔθνος
ἔθνος, τό, wahrscheinlich von ἔϑος, die durch Gewohnheit verbundene Menge, Schaar, Haufen; ἑταί. ρων, πεζῶν, Ἀχαιῶν u. ä. Hom.; ἔϑνος λαῶν, die Schaar der Kriegsmannen, Il. 13, 495; βροτόν u. βρότεον, Menschenvolk, Pind. P. 10, 28 N. 3, 71; γυναικῶν P. 4, 252; ἀνέρων Ol. 1, 66. So Tragg. u. Prosa, wo es dann bestimmter Volk, Volksstamm, Nation bedeutet; κατ' ἔϑνη καὶ καϑ' ἕκαστον ἄστυ Thuc. 1, 1; πομπὰς ἐποίησαν κατὰ ἔϑνος ἕκαστοι τῶν Ἑλλήνων, stammweise, Xen. An. 5, 5, 5; ἔϑνη βάρβαρα Plat. Critia. 109 a; τὸ Θετταλῶν πενεστικὸν ἔϑνος Legg. VI, 776 d. Aber auch Menschenklasse, ἢ κλάπτας ἢ ἄλλο τι ἔϑνος Plat. Rep. I, 351 c; δημιουργικόν Gorg. 455 b; τὸ κηρυκικόν Polit. 290 b, die Herolde; οἶσϑά τι ἔϑνος ἠλιϑιώτερον ῥαψῳδῶν Xen. Conv. 3, 6. – Von Thieren, = Schaaren, Heerden, Schwärme; χηνῶν Il. 2, 459; μελισσῶν 2, 87; χοίρων Od. 14, 73; ϑηρῶν ἀγρίων Soph. Ant. 344, wie Phil. 1132; ἰχϑύων Plat. Tim. 92 c; sp. D., wie Theocr. 95, 114. – Bei Xen. Oec. 7, 26 ϑῆλυ – ἄῤῥεν, Geschlecht. – Bei Sp., wie D. Cass. 36, 24, die unterworfenen Völker in den Provinzen. – Bei K. S. = Heiden.
См. также в других словарях:
Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… … Dictionary of Greek
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek
πότνια — ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α (ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας) 1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία 2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής 3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι α) προσωνυμία τών Ευμενίδων β) πόλη τής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek